υποστύλωση

υποστύλωση
η / ὑποστύλωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [ὑποστυλῶ / -ώνω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποστυλώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υποστύλωση — η υποστήριξη με στύλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στύλωμα — το, ΝΑ [στυλῶ, ώνω] η στήριξη ενός πράγματος με στύλο, υποστύλωση νεοελλ. μτφ. ενδυνάμωση …   Dictionary of Greek

  • στύλωση — η / στύλωσις, ώσεως, ΝΑ [στυλῶ, ώνω] στήριξη με τη χρήση στύλων, στύλωμα, υποστύλωση …   Dictionary of Greek

  • υποστύλωμα — το / ὑποστύλωμα, ώματος, ΝΜΑ [ὑποστυλῶ/ ώνω] στύλος που τίθεται κάτω από κάτι ως υποστήριγμα, υποστάτης νεοελλ. υποστύλωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”